- φιλόδροσος
- φιλόδροσοςloving the dewmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόδροσος — ον, ΜΑ αυτός που χαίρεται με τη δροσιά, με την υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δροσος (< δρόσος [ἡ] «υγρασία, δροσιά»), πρβλ. ἀπειρό δροσος] … Dictionary of Greek
φιλόδροσον — φιλόδροσος loving the dew masc/fem acc sg φιλόδροσος loving the dew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδροσα — φιλόδροσος loving the dew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)